- μιμνέτω
- μίμνωstaypres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… … Dictionary of Greek
οιόγαμος — οἰόγαμος, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονόγαμος («εἰ δέ τις ἡμῑν μέμφεται, ἐν πενίη μιμνέτω οἰογάμῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος)] … Dictionary of Greek